- ἐφοδευτής
- ἐφοδ-ευτής, οῦ, ὁ,A one who goes the rounds: spy, Aq.Ge.42.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφοδευτής — ο (Α ἐφοδευτής) [εφοδεύω] ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών … Dictionary of Greek
εφοδευτικώς — ἐφοδευτικώς (Α) επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *εφοδευτικός (< εφοδευτής)] … Dictionary of Greek